σανδαλοποιείο(ν)

σανδαλοποιείο(ν)
мастерская по изготовлению сандалет, сандалий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σανδαλοποιείο(ν)" в других словарях:

  • σανδαλοποιείο — το, Ν εργαστήριο σανδαλοποιού, εργαστήριο κατασκευής σανδαλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανδαλοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. σανδαλοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • πεδιλοποιείο — το [πεδιλοποιός] εργοστάσιο όπου κατασκευάζονται πέδιλα, σανδαλοποιείο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»